- κρεοθήκη
- κρεοθήκηlarderfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεοθήκη — κρεοθήκη, ἡ (Α) μέρος όπου φυλάγεται το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + θήκη (< τίθημί), πρβλ. βιβλιο θήκη, πινακο θήκη] … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοθηκάριος — κρεοθηκάριος, ὁ (Α) υπεύθυνος για την αποθήκευση τού κρέατος και γενικά τών τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. αποθηκ άριος, βιβλιοθηκ άριος] … Dictionary of Greek